κεφαλαλγῶ

κεφαλαλγῶ
κεφαλαλγέω
suffer from headache
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κεφαλαλγέω
suffer from headache
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαλγώ — (ΑΜ κεφαλαλγῶ, έω) [κεφαλαλγής] υποφέρω από πονοκεφάλους, έχω πονοκέφαλο αρχ. (μτβ.) κάνω κάποιον να υποφέρει από κεφαλαλγία …   Dictionary of Greek

  • κεφαλάλγημα — κεφαλάλγημα, τὸ (Α) [κεφαλαλγώ] κεφαλαλγία, πονοκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαργώ — κεφαλαργῶ, έω (Α) (μτγν τ. αντί κεφαλαλγώ) προξενώ πονοκέφαλο σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον («κεφαλαργεῑ ἐνοχλεῑ λαλῶν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαργῶ, με ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”